εκνευρισμός

εκνευρισμός
ο (Μ ἐκνευρισμός)
νεοελλ.
1. διαταραχή τής ισορροπίας τού νευρικού συστήματος
2. αναστάτωση, ανησυχία
μσν.
αποχαύνωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκνευρισμός — ο ψυχική διέγερση από πνευματική ή σωματική κόπωση, η ευαισθησία των νεύρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νευρίασμα — και νεύριασμα, το [νευριάζω] εκνευρισμός, η κατάσταση και το αποτέλεσμα τού νευριάζω …   Dictionary of Greek

  • τσίνα — η, Ν εκνευρισμός, οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. τσινώ] …   Dictionary of Greek

  • τσατίλα — και τσαντίλα, η, Ν εκνευρισμός, θυμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσατίζω / τσαντίζω + κατάλ. ίλα (πρβλ. σκασ ίλα)] …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”